- κονσόλα
- η(λ. γαλλ.)1. προεξοχή οικοδομήματος που χρησιμεύει για υποστήριγμα εξωστών κ.ά., ή ως υποστάτης αγαλμάτων, αγγείων κ.ά.2. ημιτραπέζιο που στηρίζεται στον τοίχο, με δύο ποδάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.